Ο Άγιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης

Αρχιμανδρίτης π. Συμεών Αυγουστάκης


Ο Άγιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης

Στις 27 Νοεμβρίου, πριν από λίγες ημέρες δηλαδή, η Αγία και Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού μας Πατριαρχείου, όπως σοφά πράττει πάντοτε, ακούγοντας τη συνείδηση του λαού και αντιλαμβανόμενο και αυτό την Αγιότητα του μέχρι τούδε Μακαριστού Γέροντα Πορφυρίου του Καυσοκαλυβίτου, τον ανέγραψε στο Αγιολόγιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας, και εμείς πλέον περήφανα καυχόμαστε για το νέο Άγιο της Εκκλησίας μας, τον Άγιο Πορφύριο τον Καυσοκαλυβίτη.

Ο Άγιος Πορφύριος γεννήθηκε στις 7 Φεβρουαρίου του 1906 στο χωριό Άγιος Ιωάννης Καρυστίας Ευβοίας. Οι γονείς του ήταν φτωχοί γεωργοί διακατεχόμενοι από την αγνή και γνήσια ευλάβεια της επαρχίας, χωρίς κανένα ίχνος ευσεβισμού. Αυτήν την ευλάβεια μετέδωσαν στα παιδικά χρόνια του Αγίου μας.

Ο Άγιός μας έλαβε το όνομα Ευάγγελος κατά το Ιερό Βάπτισμα. Ήταν το τέταρτο από τα πέντε παιδιά των γονέων του. Η φτώχεια που επικρατούσε και τότε, ένα φαινόμενο διαχρονικό δυστυχώς, ανάγκασε τον πατέρα του μικρού – τότε – Ευάγγελου να μεταναστεύσει, ώστε να εργαστεί για την κατασκευή της διώρυγας του Παναμά στη μακρινή Αμερική. Ο μικρός Ευάγγελος φοίτησε στο σχολείο του χωριού του μόνο δύο χρόνια, καθώς από τα οκτώ του χρόνια εργαζόταν σε διάφορες δουλειές στη Χαλκίδα και στον Πειραιά. Υπήρξε από την παιδική του ηλικία σοβαρός, εργατικότατος, επιμελής, και έδειχνε πολύ μεγαλύτερος στα χρόνια του.

Διαβάζοντας το βίο του Αγίου Ιωάννου του Καλυβίτη, αισθάνθηκε τον πόθο να τον μιμηθεί. Αυτό τον ώθησε να ξεκινήσει για το Άγιο Όρος, αλλά για διάφορους λόγους επέστρεφε πίσω. Τελικά, γύρω στα δεκατρία του ξεκίνησε με σταθερή απόφαση να φθάσει στο Άγιο Όρος. Ο Θεός Πατέρας προνόησε μέσα στο καραβάκι για το Άγιο Όρος να γνωρίσει το Γέροντά του, τον Ιερομόναχο Παντελεήμονα. Αυτός τον ανέλαβε ήδη μέσα από το καράβι λέγοντας ότι ήταν ανιψιός του, καθώς δεν επιτρεπόταν τα ασυνόδευτα παιδιά να εισέλθουν στο Άγιο Όρος.

Ο Γέροντας Παντελεήμων τον οδήγησε στα Καυσοκαλύβια, στην καλύβη του Αγίου Γεωργίου, στην οποία ασκήτευε μαζί με τον κατά σάρκα αδελφό του Γέροντα Ιωαννίκιο. Εκεί μαθήτευσε στην υπακοή, στην άσκηση, ζώντας σε δύσκολες συνθήκες, αναπτύσσοντας έτσι πνευματική πρόοδο. Δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς, αλλά φαίνεται ότι σύντομα μετά την εγκαταβίωσή του στο Άγιο Όρος, εκάρη μοναχός και έλαβε το όνομα Νικήτας.

Ο Μοναχός Νικήτας ποτέ δεν σκέφθηκε να αφήσει το Άγιο Όρος και να γυρίσει στον κόσμο, αλλά μια βαριά πλευρίτιδα που τον ταλαιπώρησε ένα χειμώνα, τον εξάντλησε πλήρως, με αποτέλεσμα να τον αναγκάσει με τις ευλογίες των Γερόντων να εγκαταλείψει το Άγιο Όρος και να συνεχίσει την εγκαταβίωσή του σε Μοναστήρι στον κόσμο. Έτσι, τον βρίσκουμε να μονάζει στα δεκαεννέα του χρόνια στη Μονή Λευκών του Αγίου Χαραλάμπους, κοντά στη γενέτειρά του. Συνέχισε κι εδώ την Αγιορείτικη τακτική του, με το μόνο αναγκαίο όρο να περιορίσει τη νηστεία, μέχρι να αποκατασταθεί η υγεία του.

Στα 21 του χρόνια, με την ευλογία και την άδεια του Μητροπολίτου Καρυστίας Παντελεήμονος, χειροτονήθηκε Διάκονος ο Άγιος μας, και την επομένη Πρεσβύτερος από τον Αρχιεπίσκοπο Σιναίου Πορφύριο, Ηγούμενο της Ιεράς Μονής Σινά, ο οποίος του έδωσε και το όνομά του. Ο Αρχιεπίσκοπος Σιναίου Πορφύριος είχε εκτιμήσει το νεαρό Μοναχό, και για τον λόγο αυτό επεδίωξε να τον χειροτονήσει, όπερ και εγένετο.

Ο νεαρός Ιερομόναχος, παρά το νεαρό της ηλικίας του, έλαβε από το Μητροπολίτη του την ευλογία να εξομολογεί το Λαό του Θεού. Ο Πορφύριος με υπευθυνότητα ανέλαβε τη διακονία αυτή, την οποία έφερε με επιτυχία εις πέρας. Ο Μητροπολίτης του βλέποντας την πνευματική πρόοδο του Πορφυρίου και τη διακονία του στην τοπική Εκκλησία, του απένειμε το 1938 το οφφίκιο του Αρχιμανδρίτου.

Ενώ ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος αιματοκυλεί την Ευρώπη, ο Αρχιμανδρίτης Πορφύριος επιθυμεί με τη δύναμη του Θεού να υπηρετήσει δίπλα στο δοκιμαζόμενο λαό του. Έτσι λοιπόν, από τις 12 Οκτωβρίου 1940 του ανατέθηκε η Εφημερία στο παρεκκλήσι του Αγίου Γερασίμου της Πολυκλινικής Αθηνών που βρίσκεται δίπλα στην Ομόνοια. Τη θέση αυτή επιθυμούσε ο Άγιός μας να τη λάβει διακαώς. Είχε τόση αγάπη για τον πονεμένο άνθρωπο που ήθελε να είναι συνεχώς παρών στον πόνο του, και να του δίνει την ελπίδα του Χριστού και της Αναστάσεως.

Στην Πολυκλινική άσκησε τα καθήκοντα του Εφημερίου επί τριάντα συνεχόμενα έτη ως εν ενεργεία Εφημέριος, και επί τρία οικειοθελώς ως συνταξιούχος, αν και περιορισμένος κάπως, πάντα με σκοπό να εξυπηρετεί τα πνευματικά του τέκνα. Ασκήθηκε συνολικά 33 έτη στην «Έρημο της Ομονοίας», όπως έλεγε ο ίδιος, αντί της Ερήμου του Αγίου Όρους, όπως ποθούσε η ψυχή του. Εδώ, παραλλήλως προς το έργο του Εφημερίου, το οποίο ασκούσε με τέλεια ευλάβεια και αφοσίωση τελώντας με θαυμαστή ιεροπρέπεια τις Εκκλησιαστικές Ακολουθίες εξομολογώντας, νουθετώντας και θεραπεύοντας τις ψυχικές και πολλάκις και τις σωματικές αρρώστιες των ασθενών, ασκούσε και το έργο του Πνευματικού για όλους όσους πήγαιναν σ’ αυτόν.

Τελικά, το 1973 περιόρισε τις μεταβάσεις του στην Πολυκλινική, και άρχισε να δέχεται τα πνευματικά του παιδιά στον Άγιο Νικόλαο Καλλισίων Πεντέλης, όπου λειτουργούσε και εξομολογούσε. Τα επόμενα χρόνια εγκαταστάθηκε στο Μήλεσι της Μαλακάσας, όπου και οικοδόμησε το Ιερό Ησυχαστήριο της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος. Απέκτησε σημαντική φήμη, και πολλοί πιστοί τον επισκέπτονταν στον τόπο διαμονής του.

Ο Άγιός μας ταλαιπωρήθηκε αρκετά από την υγεία του. Πάρα πολύ συχνά ο Θεός τον δοκίμαζε, ήδη από τις ημέρες που ήταν στο Άγιο Όρος μέχρι τις τελευταίες ημέρες τις ζωής του, όπου τυφλώθηκε εντελώς. Αυτό δεν τον εμπόδισε να βλέπει! Έβλεπε τους πάντες δίπλα του, αλλά μέσα από τα μάτια της ψυχής! Είχε φτάσει σε μεγάλο προορατικό και διορατικό χάρισμα. Πάρα πολλές ψυχές βοηθήθηκαν και μετά από την κοίμησή του. Ένα μήνα πριν από την κοίμησή του μετέβη στο Άγιο Όρος, στο κελί της μετανοίας του, στα Καυσοκαλύβια, όπου στις 2 Δεκεμβρίου 1991 παρέδωσε την ψυχή του στον Κύριο. Αλλά η μνήμη του έμεινε στη συνείδηση όλων, όχι σαν μία μεγάλη προσωπικότητα, αλλά σαν Άγιος της Εκκλησίας μας, με θαύματα πολλά. Αυτό οδήγησε το Οικουμενικό μας Πατριαρχείο στο να τον εντάξει στο χορό των Αγίων.

Κοινοποίηση